Κυριακή 18 Μαρτίου 2018

Το ιστορικό της δεύτερης ελληνικής συμμετοχής

Το 1975 η Ελλάδα έγραψε την πρώτη της απουσία στο απουσιολόγιο του διαγωνισμού τραγουδιού της Eurovision, ήταν μια ένδειξη διαμαρτυρίας στην εμφάνιση της Τουρκίας στον διαγωνισμό.. Ωστόσο η Ελλάδα επιστρέφει την επόμενη χρονιά στον εικοστό πρώτο διαγωνισμό με ένα τραγούδι διαφορετικό με πραγματικά συγκλονιστικά και συγκινητικά λόγια που σε αγγίζουν..



Το 1976, αποφασίστηκε η επιστροφή της Ελλάδας στο Φεστιβάλ της Eurovision. Ο τότε διευθυντής του Τρίτου Προγράμματος της Ελληνικής Ραδιοφωνίας και διάσημος συνθέτης Μάνος Χατζιδάκις, σκέφτηκε ότι η χώρα μας θα έπρεπε να παρουσιαστεί στον εν λόγω διαγωνισμό, μ’ ένα τραγούδι-κραυγή διαμαρτυρίας για τα βάσανα της Κύπρου, γνωρίζοντας βεβαίως πολύ καλά τις αντιδράσεις που επρόκειτο να ξεσπάσουν, κυρίως από τουρκικής πλευράς.
Σε κατοπινή συνέντευξή της, η Μαρίζα Κωχ διηγήθηκε πώς επελέγη εκείνη εν μία νυκτί για να εκπροσωπήσει την πατρίδα μας στη διοργάνωση, που εκείνη τη χρονιά έλαβε χώρα στη Χάγη της Ολλανδίας.
Ένα βράδυ λοιπόν, της τηλεφώνησε ο ίδιος ο Χατζιδάκις και της είπε ορθά-κοφτά να πάρει ένα …λαούτο και να φύγει για την ολλανδική πόλη, μ’ ένα τραγούδι που θα είχε να κάνει με την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, και θα διακρινόταν έντονα από τα στοιχεία του μοιρολογιού, αλλά και της κραυγής διαμαρτυρίας. Δεν υπήρχε καν χρόνος για συζητήσεις, αφού ο αξέχαστος δημιουργός ήθελε το κομμάτι έτοιμο …το επόμενο πρωί!
Από εκεί και πέρα, ακολούθησε …ολονυχτία. Η Κωχ τηλεφώνησε στον στιχουργό Μιχάλη Φωτιάδηπου βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη και τους βρήκε το ξημέρωμα στο ακουστικό να γράφουν …τηλεφωνικά το τραγούδι –η ερμηνεύτρια τη μουσική και ο συνομιλητής της τους στίχους-, τελειώνοντάς το την ώρα που ήθελε ο Χατζιδάκις.
Τίτλος του, «Παναγιά μου-Παναγιά μου», με πραγματικά συγκλονιστικά και συγκινητικά λόγια. Την ενορχήστρωση, ανέλαβε ο Μάικ Ροζάκης.
Ωστόσο, τα δύσκολα μόλις τότε ξεκινούσαν. Όταν έγινε διεθνώς γνωστό το περιεχόμενο του κομματιού και πλησίαζε η μέρα διεξαγωγής του διαγωνισμού, στη Χάγη οργανώθηκαν μεγάλες πορείες διαμαρτυρίας από τους Τούρκους που ζούσαν εκεί, αλλά και στις γύρω χώρες, εναντίον της συμμετοχής μας.
Εν συνεχεία, το βράδυ της 3ης Απριλίου, προτού η Κωχ βγει στη σκηνή για να τραγουδήσει, οι διοργανωτές της είπαν ότι δε θα έπρεπε να το κάνει, καθώς σύμφωνα με πληροφορίες τους, υπήρχε στην αίθουσα ελεύθερος σκοπευτής, έτοιμος να την πυροβολήσει άμα τη εμφανίσει της.
Εκείνη όμως δεν πτοήθηκε κι αφού υπέγραψε ένα χαρτί με το οποίο θα εμφανιζόταν με δική της ευθύνη, βγήκε κι ερμήνευσε αυτό το κομμάτι-καταγγελία για τις θηριωδίες των Τούρκων στο νησί.

Φυσικά, οι «γείτονες» δεν υπήρχε περίπτωση να το μεταδώσουν και την ώρα που η Κωχ ήταν επί σκηνής, οι τηλεοράσεις της χώρας άρχισαν να παίζουν πρόγραμμα με …χορό της κοιλιάς, ενώ διέκοψαν τη μετάδοση και σε όλες τις χώρες της «επιρροής» τους! Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις ήταν «στο κόκκινο» -και- εκείνη την περίοδο και παρά τρίχα δεν έσπασε το «θερμόμετρο» λίγο καιρό αργότερα, με το περιβόητο «Χόρα».
Φυσικά, ουδείς περίμενε την πρώτη θέση για το ελληνικό τραγούδι. Άλλωστε, η παρουσία μας εκεί, είχε ως μοναδικό σκοπό την καταγγελία για τα τραγικά συμβάντα στη Μεγαλόνησο και σίγουρα το μήνυμα ελήφθη. Τερμάτισε στην 13η θέση με 20 βαθμούς, οι οκτώ εκ των οποίων από τη Γαλλία. Επίσης, έλαβε πέντε από την Ιταλία, τέσσερις από την Ισλανδία, δύο από το Βέλγιο κι έναν από την Πορτογαλία.
Λίγες ημέρες αργότερα, κυκλοφόρησε και ο ομότιτλος δίσκος της Μαρίζας Κωχ, που περιλάμβανε και μια εκτέλεση του τραγουδιού με αγγλικούς στίχους. Προσωπικά, πιστεύω ότι ήταν η πιο ουσιαστική και σημαντική συμμετοχή μας στη Eurovision, ανεξαρτήτως του τελικού αποτελέσματος, που έτσι κι αλλιώς δεν ήταν το ζητούμενο…
Επί του θέματος, ο Μάνος Χατζιδάκις μετά το τέλος του φεστιβάλ, σε επιστολή που απέστειλε προς τον Τύπο, ανέφερε τα εξής: “Διάβασα πολλές επικρίσεις εναντίον της Ραδιοφωνίας, για το ότι δεν εναρμονίστηκε με το επίπεδο της Eurovision και για το ότι δεν έγινε “δημοκρατικότερα” η επιλογή, ώστε “να πετύχουμε”. Πουθενά δε διάβασα τη μόνη, τη μία και τη σωστή άποψη. Ότι δε διαθέτουμε ηλίθιο τραγούδι και είμαστε μια χώρα που έχει τεράστια και αξιόλογη μουσική παράδοση.
Λάβαμε μέρος, διότι έπρεπε να δηλώσουμε παρουσία. Διαλέξαμε ένα τραγούδι που μας ταιριάζει και δε μας έκαμε εκ των υστέρων να ντραπούμε. Αν πετυχαίναμε, ίσως να ντρεπόμουν, μια κι εγώ προσωπικά σαν υπεύθυνος, πρώτη φορά συνειδητοποίησα το επίπεδο του θορυβώδους αυτού διαγωνισμού“.