Όσο η μεταπολίτευση στην Ελλάδα εδραιωνόταν, τόσο οι μαύρες μέρες της δικτατορίας απομακρύνονταν από τη μνήμη του κόσμου. Όχι πως τις είχε ξεχάσει, αλλά πλέον είχε αντιληφθεί ότι τα πράγματα ομαλοποιούνταν κι ένιωθε ασφάλεια. Έτσι, είχε κάθε δικαίωμα να κάνει σχέδια για το μέλλον, το οποίο στα μάτια του φαινόταν λαμπρό… Επομένως, από τη στιγμή που πλέον η χώρα είχε εκκαθαριστεί από τα «σταγονίδια» της χούντας, άρχιζε σιγά-σιγά να «φλερτάρει» με την Ευρώπη. Άλλωστε, ο μεγάλος στόχος του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, ήταν η σύνδεση της Ελλάδας με την ΕΟΚ και ήδη είχαν αρχίσει οι διαπραγματεύσεις για την ένταξή της.
Το 1977 λοιπόν, η ΕΡΤ δήλωσε συμμετοχή στο Φεστιβάλ της Eurovision και ήταν φανερό ότι η επιλογή του τραγουδιού που θα μας εκπροσωπούσε, θα είχε όλα τα στοιχεία που «απαιτούσε» ο διαγωνισμός. Έτσι κι αλλιώς, αφενός μεν είχαμε δείξει τη μουσική «ταυτότητά» μας με το «Κρασί, θάλασσα και τ’ αγόρι μου» το 1974, αφετέρου στείλαμε τα μηνύματα που θέλαμε, αναφορικά με τις τουρκικές θηριωδίες στην Κύπρο, με το «Παναγιά μου, Παναγιά μου» το 1976. Είχε έλθει η στιγμή να «εξευρωπαϊστούμε»!
Για πρώτη φορά, η ΕΡΤ προκήρυξε διαγωνισμό για το τραγούδι που θα πήγαινε στο Λονδίνο, όπου θα λάμβανε χώρα η διοργάνωση εκείνη τη χρονιά. Υποβλήθηκαν συνολικά 85 δημιουργίες και στα μέσα Ιανουαρίου 1977, η κριτική επιτροπή που όρισε το Δ.Σ. της ΕΡΤ, συνεδρίασε για να κάνει την τελική επιλογή της.
Τα μέλη της, ήταν ορισμένα από τα πιο γνωστά και σπουδαία πρόσωπα της τέχνης, των γραμμάτων και της δημοσιογραφίας, όπως ο Κώστας Καπνίσης, ο Γιώργος Παπαστεφάνου, ο Φρέντυ Γερμανός, ο Βαγγέλης Γκούφας, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος κ.α.
Η συνεδρίαση διήρκεσε δύο ημέρες, καθώς έπρεπε ν’ ακουστούν και τα 85 τραγούδια. Από αυτά, έγινε ένα «ξεκαθάρισμα» που έριξε τον αριθμό στα 12 και ανάμεσα σ’ αυτά, έγινε η τελική επιλογή.
Με τα πολλά, η επιτροπή αποφάσισε ότι στην αγγλική πρωτεύουσα, θα πήγαινε το «Μάθημα σολφέζ» του Γιώργου Χατζηνάσιου και της Σέβης Τηλιακού, με ερμηνευτές τον Πασχάλη, τον Ρόμπερτ Ουίλιαμς, τη Μαριάννα Τόλη και τη Μπέσσυ Αργυράκη, η οποία ήταν και η τελευταία που επελέγη για να συμπληρωθεί η «τετράδα». Το τραγούδι, συγκέντρωσε 35 ψήφους, έναντι 23 του δεύτερου.
Ήταν η πρώτη φορά που η Ελλάδα εμφανιζόταν στο θεσμό με «γκρουπ» τραγουδιστών, ποντάροντας στο γεγονός ότι στις προηγούμενες τρεις διοργανώσεις (1974, 1975, 1976), το πρώτο βραβείο είχε πάει σε συγκροτήματα κι όχι σε μεμονωμένο ερμηνευτή…
Ο Γιώργος Χατζηνάσιος, δεν είχε συνθέσει τη μελωδία του τραγουδιού με σκοπό να τη στείλει στη Eurovision. Εντελώς τυχαία, κάλεσε μια μέρα τη Σέβη Τηλιακού να την ακούσει κι αν της αρέσει, να γράψει στίχους. Εκείνη ενθουσιάστηκε και του έριξε την ιδέα να υποβάλλει τη σχετική αίτηση στην ΕΡΤ. Σε πρώτη φάση, ο συνθέτης δίστασε, αλλά η στιχουργός κατάφερε να τον πείσει.
Όταν ξεκίνησε να γράφει τους στίχους, πρότεινε στον Χατζηνάσιο να μη μπουν λόγια στο ρεφρέν, αλλά να τραγουδηθούν οι νότες, κάτι που θα έκανε πιο ελκυστικό το κομμάτι στους Ευρωπαίους, αφού τα σημεία του πενταγράμμου είναι πασίγνωστα διεθνώς. Επιπλέον, έχοντας κάνει και η ίδια μαθήματα μουσικής για κάποια χρόνια, χρησιμοποίησε σχετικούς όρους στο τραγούδι (Presto, Avanti), που επίσης θα γίνονταν κατανοητοί από τους ξένους και «βάφτισε» το κομμάτι «Μάθημα σολφέζ».
Όταν πλέον το τραγούδι ήταν έτοιμο, ο συνθέτης κάλεσε ξεχωριστά κάποιους ερμηνευτές να το ακούσουν. Όλοι έμειναν ενθουσιασμένοι κι αποφασίστηκε να το παρουσιάσει στη Eurovision η «τετράδα» που αναφέραμε παραπάνω.
Με το πρώτο άκουσμα στο εξωτερικό, το «Μάθημα σολφέζ» κατατάχθηκε μέσα στα μεγάλα φαβορί για την πρώτη θέση. Ήταν ένα ευρηματικό, πρωτότυπο κι εντελώς πρωτοποριακό κομμάτι -ίσως το μοναδικό ή από τα ελάχιστα με ανάλογα στοιχεία στα 60 χρόνια του θεσμού-, οπότε ενθουσίασε και τους Ευρωπαίους. Μάλιστα, ηχογραφήθηκε και στην αγγλική γλώσσα, οπότε η επαφή με τους ξένους ήταν πιο άμεση.
Ειδικά δε στην Ελλάδα, ο ενθουσιασμός και η βεβαιότητα για την πρωτιά, βρίσκονταν στα ύψη. Οι τέσσερις τραγουδιστές, «στόλισαν» επί αρκετές εβδομάδες τα εξώφυλλα των περιοδικών ποικίλης ύλης και όχι μόνο, οι συνεντεύξεις τους και τα διθυραμβικά σχόλια έδιναν και έπαιρναν και σχεδόν όλη η χώρα, ήταν σίγουρη ότι «η νίκη είναι δική μας»!
Ο αρχικός σχεδιασμός, έλεγε ότι ο διαγωνισμός θα διεξαγόταν στις 2 Απριλίου 1977. Ωστόσο, εκείνη την ημέρα απεργούσαν οι κάμεραμεν και οι τεχνικοί του BBC (συμβαίνουν κι αλλού…), οπότε η διοργάνωση μετατέθηκε για το Σάββατο 7 Μαΐου. Τόπος διεξαγωγής, το νεόκτιστο “Wembley Conference Center”.
Εκείνη τη βραδιά λοιπόν, όλη η Ελλάδα καθηλώθηκε μπροστά στους ασπρόμαυρους δέκτες για να παρακολουθήσει την προσπάθεια των τεσσάρων ερμηνευτών. Χαρακτηριστικό της σημασίας που δόθηκε από ελληνικής πλευράς, είναι το ότι πέρα από την τηλεοπτική μετάδοση που έκανε η αξέχαστη Μακώ Γεωργιάδου, για πρώτη φορά είχαμε και ραδιοφωνική, με τον Δημήτρη Κωνσταντάρα να μεταδίδει τη διοργάνωση για λογαριασμό του Πρώτου Προγράμματος…
Η χώρα μας, εμφανίστηκε δέκατη κατά σειρά, με την «τετράδα» ντυμένη ομοιόμορφα, με καλά προετοιμασμένη σκηνική παρουσία και πανέτοιμη για ένα …μάθημα σολφέζ. Ωστόσο, τα «παρατράγουδα» ξεκίνησαν με το «καλημέρα». Αν δείτε προσεκτικά το βίντεο, θα παρατηρήσετε ότι ο Ρόμπερτ Ουίλιαμς είναι …ένα κλικ πιο μακριά από τους υπόλοιπους τρεις, ενώ στις πρόβες η απόσταση μεταξύ τους ήταν ίση. Γι’ αυτό βεβαίως, δεν ευθύνεται ο ίδιος, αλλά εκείνοι που δεν πρόσεξαν (;) κατά τη διάρκεια της εναλλαγής των τραγουδιών τη διάταξη που θα έπρεπε να είχαν τα μικρόφωνα!
Έπειτα, είναι φανερό ότι υπήρξε ένα θέμα με τον ήχο. Οι φωνές των τραγουδιστών ακούγονται πιο χαμηλά σε σχέση με τις υπόλοιπες συμμετοχές, αλλά φυσικά εκείνη την ώρα, δε μπορούσε να γίνει το παραμικρό. Η ουσία είναι ότι από όλη αυτή την ιστορία, χάθηκαν αρκετοί βαθμοί, χωρίς μάλιστα οι εκπρόσωποί μας να φέρουν έστω και την ελάχιστη ευθύνη…
Πάντως, ακόμα κι έτσι, κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους της ψηφοφορίας, η Ελλάδα βρισκόταν μέσα στην τριάδα και οι ελπίδες για την πρωτιά, ήταν ολοζώντανες. Όμως, από ένα σημείο και μετά, η Ιρλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η τελική νικήτρια Γαλλία απέκτησαν μια σημαντική διαφορά, ενώ η χώρα μας τερμάτισε στην πέμπτη θέση σε 18 συμμετοχές, με 92 βαθμούς.
Μάλιστα, θα μπορούσε να είχε βγει τέταρτη, αν η …ίδια δεν έδινε το δωδεκάρι στο Μονακό, που έτσι έφτασε τους 96 πόντους και μπήκε στο …”final four”! Σημειωτέον, ότι η εκπρόσωπος της ΕΡΤ που ανακοίνωσε τη βαθμολογία της Ελλάδας στους οικοδεσπότες της βραδιάς, ήταν η πασίγνωστη κι επί σειρά ετών παρουσιάστρια του τηλεοπτικού προγράμματος Νάκη Αγάθου…
Η χώρα μας, πήρε το πρώτο δωδεκάρι στην ιστορία της από την Ισπανία, ενώ 10 βαθμούς της έδωσαν το Μονακό, η Ολλανδία και η Πορτογαλία, επτά η Σουηδία, έξι πήραμε από Βέλγιο, Φινλανδία και Λουξεμβούργο, πέντε από Ηνωμένο Βασίλειο, τέσσερις από Αυστρία, Νορβηγία και Γερμανία, τρεις από Γαλλία και Ισραήλ και μόλις έναν από Ιταλία κι Ελβετία. Μοναδική χώρα που δε μας ψήφισε, ήταν η Ιρλανδία…
Μετά απ’ αυτό, ήταν φυσικό κι επόμενο η ελληνική αποστολή να νιώθει αδικημένη. Στην επιστροφή, έγινε λόγος για σαμποτάζ στον ήχο, το οποίο έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην απώλεια αρκετών ψήφων. Όπως και να ‘χει όμως, το «Μάθημα σολφέζ» πέρασε στην ιστορία της Eurovision -κι όχι μόνο της ελληνικής- για την πρωτοτυπία και την ευρηματικότητά του, στοιχεία από τα οποία «πάσχει» ο διαγωνισμός εδώ και πολλά χρόνια. Παραμένει δε πασίγνωστο κι αγαπημένο μέχρι σήμερα, όντας ένα από τα πιο χαρακτηριστικά τραγούδια που στείλαμε ποτέ στη διοργάνωση…
Σημειωτέον ότι αυτή η πέμπτη θέση του ’77, ήταν η καλύτερη που είχε πάρει η Ελλάδα μέχρι το 1992, όταν η Κλεοπάτρα με το “Όλου του κόσμου την ελπίδα” κατάφερε να πετύχει το ίδιο αποτέλεσμα. Φυσικά, από το 2001 και μετά, όλα αυτά άλλαξαν, όμως θα τα δούμε όλα στην ώρα τους!
Για την ιστορία, το πρώτο βραβείο κέρδισε όπως είπαμε η Γαλλία, με το “L’ oiseau et l’ enfant” («Το πουλί και το παιδί») κι ερμηνεύτρια τη Marie Myriam…